Μάθημα : ΥΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ:
Κωδικός : 0101015282
Ορισμός
κόμη (κομμώ, κόμμωση) – κώμη (κωμόπολη) – κόμμι (γόμμα) Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά αρχ. κόμη «μαλλιά»: αρχ. κομῶ «περιποιούμαι» (πβ. γηροκομώ, νοσοκόμος κ.λπ.) > αρχ. κομμώ (η) «η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής θεάς Aθηνάς στον Παρθενώνα» (τα δύο -μ- οφείλονται σε εκφραστικό διπλασιασμό) > κομμῶ «καλλωπίζω, περιποιούμαι (τα μαλλιά)» με παράγωγα κόμμωση, κομμώτρια, κομμωτήριο κ.ά. Σήμερα το κόμη σώζεται μόνο σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις («Τρέφει πλουσία κόμη»).
Κατηγορία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
URL
https://www.babiniotis.gr/lexilogika/leksilogika-2/442-komi-kommo-kommosi-komi-komopoli-kommi-gomma
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες