Μάθημα : Αρχαία Θέατρα Νομού Αιτωλ/νίας / ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Κωδικός : G212102

G212102  -  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ ΠΕ08

Γλωσσάριο

Ορισμός

λαξεύω [laksévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα: Οι εξωτερικοί τοίχοι έγιναν με λαξευμένες πέτρες. Mορφές λαξευμένες στο βράχο. 2. (μτφ.) κατεργάζομαι, δουλεύω κτ. με τέχνη: Ο ποιητής λαξεύει τους στίχους του. [λόγ. < ελνστ. λαξεύω]

Κατηγορία

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες

URL

https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%9B%CE%B1%CE%BE%CE%B5%CF%85%CF%89&dq=

Σχόλια

Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες