Μάθημα : ΑΓΓΛΙΚΑ Β ΓΕΛ

Κωδικός : 0151010200

0151010200  -  ΑΛΙΚΗ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗ

Κατηγορίες
Όνομα Περιγραφή
UNIT 3
  • a deep understanding of : βαθιά κατανόηση
  • a faint smile : αχνό/αδύναμο χαμόγελο
  • a post-it note : (κίτρινο) αυτοκόλλητο χαρτάκι για σημείωμα
  • accurately : με ακρίβεια
  • achieve : πετυχαίνω, κατορθώνω
  • activist : ακτιβιστής
  • admire : θαυμάζω
  • after all : στο κάτω – κάτω, στην τελική
  • ahead of their time : μπροστά από την εποχή τους
  • altar: βωμός, Αγία Τράπεζα
  • anatomy : ανατομία
  • architect : αρχιτέκτονας
  • art : τέχνη
  • artist : καλλιτέχνης
  • as : καθώς, ως
  • as well as : καθώς επίσης και
  • assert that : ισχυρίζομαι με βεβαιότητα ότι,βεβαιώνω ότι
  • at every stage of : σε κάθε στάδιο
  • at that time : εκείνον τον καιρό, εκείνη την εποχή
  • at the bottom of : στον πάτο
  • at the end : στο τέλος
  • at the invitation of : μετά από πρόσκληση
  • attempt : προσπάθεια, απόπειρα, προσπαθώ αποπειρώμαι
  • based on : βασισμένος πάνω σε
  • be described as : περιγράφεται ως
  • be equal to : είμαι ίσος με
  • be familiar with : γνωρίζω, είμαι εξοικειωμένος με κάτι
  • be prepared to : είμαι προετοιμασμένος να
  • be regarded as : θεωρούμαι ως
  • become : γίνομαι
  • below : πιο κάτω
  • best known for : περισσότερο γνωστός για
  • between : ανάμεσα
  • beyond dispute : πέρα από πάσα αμφισβήτηση
  • both ... and : και ο ένας ... και ο άλλος
  • branch : κλαδί, υποκατάστημα, παράρτημα
  • brilliant : λαμπρός, έξοχος
  • but to no avail : αλλά χωρίς αποτέλεσμα,μάταια
  • calumny: διασυρμός
  • caged birds : πουλιά σε κλουβιά,φυλακισμένα
  • capture : αιχμαλωτίζω, πιάνω
  • ceiling : οροφή
  • chapel : παρεκκλήσι
  • Château : ένα φεουδαρχικό κάστρο ή φρούριο (στη Γαλλία)
  • combination of : συνδυασμός
  • create : δημιουργώ
  • creation : δημιουργία
  • creative : δημιουργικός
  • crossword : σταυρόλεξο
  • damage : προκαλώ ζημιά, ζημιά
  • debate over why : συζήτηση με αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στο γιατί
  • design : σχεδιάζω
  • despite : παρά
  • deteriorate : επιδεινώνομαι
  • diagram : διάγραμμα
  • draw on : αντλώ (υλικό) από
  • eclectic : εκλεκτικός
  • emphasize : δίνω έμφαση
  • encapsulate : εμπεριέχω, συνοψίζω,συμπυκνώνω
  • engineer : μηχανικός
  • equestrian: ιππικός
  • European : Ευρωπαίος, Ευρωπαϊκός
  • even : ακόμα – ακόμα και, μέχρι και
  • experienced : έμπειρος, πεπειραμένος
  • express : εκφράζω
  • extra : επιπλέον
  • fame : φήμη, δόξα
  • fascinating : συναρπαστικός
  • fields of work : τομείς εργασίας/ενασχόλησης
  • figure : φιγούρα, «προσωπικότητα», αριθμός
  • flay: γδέρνω
  • flight : πτήση
  • Florence : Φλωρεντία (Ιταλία)
  • Florentine : (ο καταγόμενος) από τη Φλωρεντία
  • fold : διπλώνω
  • following : μετά από
  • food : φαγητό, τροφή
  • for a fleeting second : για ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο
  • form : σχηματίζω
  • Francis : Φραγκίσκος
  • frequent : συχνός
  • fresco : τοιχογραφία
  • from top to bottom : από την κορυφή έως τον πάτο
  • geology : γεωλογία
  • giant : γίγαντας, γιγαντιαίος
  • gravity : βαρύτητα
  • great : μεγάλος, υπέροχος
  • greatness : το μεγαλείο
  • hire : προσλαμβάνω
  • historic : ιστορικός
  • however : όμως
  • hugely : πάρα πολύ
  • human being : ανθρώπινο ον
  • illegitimate : νόθος
  • immediately : αμέσως
  • immensely : πάρα πολύ, απέραντα
  • impact of : αντίκτυπο
  • in class : μέσα στην τάξη
  • in order to : για να, έτσι ώστε
  • in other words : με άλλα λόγια
  • in the fields of : στους τομείς
  • including : συμπεριλαμβανομένου, μαζί και
  • independent : ανεξάρτητος
  • influential : επιδραστικός, με επιρροή
  • intriguing : εξαιρετικά ενδιαφέρων
  • invent : εφευρίσκω
  • inventor : εφευρέτης
  • keep notes about : κρατάω σημειώσεις
  • lamentation over : θρήνος για
  • last : τελευταίος, διαρκώ
  • lawyer : δικηγόρος
  • left-handed : αριστερόχειρας
  • let go : αφήνω (ελεύθερο) να φύγει
  • light and shade : το φως και η σκιά
  • literature : λογοτεχνία
  • local : τοπικός, ντόπιος
  • look like : μοιάζω
  • Madonna : η Παναγία
  • magistrate: δικαστής
  • main points : τα κύρια σημεία
  • mainly : κυρίως
  • master : δάσκαλος, «κύριος», αφεντικό
  • match with : αντιστοιχίζω, ταιριάζω με
  • mean : εννοώ, σημαίνω
  • move to : μετακομίζω
  • movement : κίνηση
  • musician : μουσικός
  • nickname : παρατσούκλι
  • noble : ευγενής
  • notable : αξιοσημείωτος
  • notably : ιδιαίτερα, κυρίως
  • observe : παρατηρώ
  • of your own : δικός σου
  • optics : Οπτική (τομέας μελέτης)
  • original : πρωτότυπος, αρχικός
  • over time : με το πέρασμα του χρόνου
  • overview : επισκόπηση
  • parachute : αλεξίπτωτο
  • pioneering : πρωτοπόρος
  • primarily : πρωταρχικά
  • primavera : άνοιξη (στα ιταλικά)
  • put together : συναρμολογώ
  • refuse to : αρνούμαι να
  • reignite : αναζωπυρώνω
  • relationship : σχέση
  • remain : απομένω, παραμένω
  • Renaissance : Αναγέννηση
  • restoration : αποκατάσταση
  • reveal : αποκαλύπτω
  • rights : δικαιώματα
  • rule : κανόνας, διοικώ, κυβερνώ
  • sacrament:μυστήριο
  • Saint / St : Άγιος
  • scientific : επιστημονικός
  • script : σενάριο, κείμενο
  • sculptor : γλύπτης
  • share : μοιράζω, μοιράζομαι
  • sit for : ποζάρω
  • so ... that : έτσι ... ώστε
  • so as to : έτσι ώστε να
  • some 500 years : περίπου 500 χρόνια
  • spirit : πνεύμα
  • spiritual : πνευματικός
  • squeeze : ζουλάω, «στριμώχνω»
  • stability : σταθερότητα
  • startling : εκπληκτικός, εντυπωσιακός
  • survive : επιβιώνω, επιζώ
  • surviving : που έχουν επιζήσει, που έχουν διασωθεί
  • tanner: βυρσοδέψης
  • the feelings it evokes : τα συναισθήματα που δημιουργεί/προκαλεί/ανασύρει/ανακαλεί
  • the human body : το ανθρώπινο σώμα
  • the human form : η ανθρώπινη μορφή
  • The Last Supper : Ο Μυστικός Δείπνος
  • the Middle Ages : Μεσαίωνας
  • the physics of : οι νόμοι της Φυσικής που διέπουν
  • ruling family : η οικογένεια των αρχόντων/που κυβερνά
  • the Virgin : η Παρθένος, η Παναγία
  • the workings of : τα « κατορθώματα», η επίδραση
  • thickness : πυκνότητα
  • this way : με αυτόν τον τρόπο
  • to get an idea of : για να πάρω μια ιδέα
  • tremendous : τρομερός, καταπληκτικός
  • true genius : πραγματική ιδιοφυΐα
  • trunk : κορμός
  • Tuscan : (ο καταγόμενος) από την Τοσκάνη
  • Tuscany : Τοσκάνη (Ιταλία)
  • upward : με φορά προς τα πάνω
  • was apprenticed to : μαθήτευσε σε
  • work for : εργάζομαι, δουλεύω
  • work of art : έργο τέχνης
  • yet : ακόμα, και όμως, παρ’ όλα αυτά
UNIT 4
  • blackbird: κοτσύφι
  • to hatch: εκκολάπτομαι
  • solitary: μοναχικός
  • melodious: μελωδικός
  • background: πλαίσιο, υπόβαθρο, μπακγκράουντ
  • description: περιγραφή
  • flashback: παρεμβολή σκηνής από το παρελθόν, φλάσμπακ, αναδρομή
  • binding: δεσμευτικός
  • perched: κουρνιασμένος
  • fly-flew-flown: πετώ
  • to plunge: βουτώ, βυθίζω
  • narrative: αφήγηση, διήγηση
  • tense: χρόνος
  • moral: ηθικό δίδαγμα, επιμύθιο
  • twist: ανατροπή, τροπή
  • composer: συνθέτης
  • original: αρχικός, πρωτότυπος
  • civil rights movement: κίνημα για πολιτικά δικαιώματα
  • passionately: παθιασμένα, με πάθος
  • to veil: κρύβω, καλύπτω
  • take place: λαμβάνω χώρα, happen
  • symbolic: συμβολικός
  • to apply:εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ
  • positive: θετικός
  • negative: αρνητικός
  • to enrich: εμπλουτίζω
  • spirit: πνεύμα, ουσία, βαθύτερο νόημα
  • lyrics: στίχοι
  • wing: φτερούγα, φτερό
  • sunken eyes: βαθουλωτά μάτια
  • to arise: δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι
  • to comment: σχολιάζω
  • dedication: αφιέρωση
  • to practise: εξασκούμαι
  • to sparkle: λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω
  • ripples: κυματάκια
  • gentle sea: ήρεμη θάλασσα
  • chum: δόλωμα, συνοδεύω
  • crowd: πλήθος
  • to dodge: κάνω ελιγμούς, αποφεύγω
  • predict: προβλέπω
  • continuation:συνέχεια
  • to lower:κατεβάζω, χαμηλώνω
  • webbed feet:πόδια συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη
  • to lift: σηκώνω
  • beak: ράμφος
  • to strain:ζορίζομαι, κοπιάζω
  • twisting curve: στριφογυριστή καμπύλη, στροφή
  • to narrow: στενεύω
  • fierce:έντονος, άγριος
  • concentration: αυτοσυγκέντρωση

 

p60-63:

 

  • feather: φτερό, πούπουλο
  • to ruffle: ανακατώνω
  • to stall: στολάρω, σταματώ
  • to fall-fell-fallen: πέφτω
  • to falter: παραπαίω, χάνω τη δύναμή μου, δεν αντέχω άλλο
  • disgrace: ντροπή, εξευτελισμός, ατίμωση
  • dishonor: ντροπή, ατίμωση
  • unashamed: χωρίς ντροπή
  • to stretch: τεντώνω
  • to tremble: τρέμω
  • ordinary: συνηθισμένος
  • popular: δημοφιλής
  • dismayed: αναστατωμένος, αγχωμένος, απογοητευμένος
  • low-level: χαμηλός
  • glide: γλιστρώ, τσουλώ, κινούμαι με άνεση
  • to experiment: πειραματίζομαι
  • daring: τολμηρός
  • bold: τολμηρός, θαρραλέος,
  • solitary: μοναχικός
  • chicken-hearted: δειλός, κότα
  • decisive: αποφασιστικός
  • cowardly: δειλός, άνανδρος
  • arrogant: υπερόπτης, αλαζόνας
  • risky: ριψοκίνδυνος, τολμηρός
  • single-minded:αποφασισμένος, ανυποχώρητος, σταθερός
  • dynamic: δυναμικός
  • persistent: επίμονος, ανυποχώρητος, πεισματάρης
  • flexible: ευέλικτος, ευπροσάρμοστος
  • headstrong:ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
  • submissive: υποτακτικός
  • revolutionary: επαναστάτης
  • resourceful: επινοητικός, εφευρετικός
  • a non-conformist: αντικομφορμιστής
  • obstacle:εμπόδιο
  • book blurb: σύντομη περίληψη βιβλίου στο οπισθόφυλλο
  • convention: σύμβαση, παράδοση, κανόνας
  • goal: στόχος
  • contrary to:σε αντίθεση με
  • norm: κανόνας, νόρμα, άγραφος κανόνας
  • flock:σμήνος
  • tribe:φυλή
  • neighbourhood: γειτονιά
  • to soar: ανυψώνομαι
  • grateful: ευγνώμων
  • desperate: απελπισμένος
  • unhappy: δυστυχισμένος, στεναχωρημένος,
  • disappointed: απογοητευμένος
  • to preach: κάνω κήρυγμα
  • caution:προσοχή
  • to obstruct: εμποδίζω, παρακωλύω
  • argument: επιχείρημα
  • judge:κριτής
  • literary: λογοτεχνικός
  • add: προσθέτω
  • to modify: τροποποιώ, αλλάζω
  • elements: στοιχεία
  • impressions: εντυπώσεις
  • diary: ημερολόγιο
  • review: κριτική (βιβλίου, ταινία, κλπ.)
UNIT 5
  • addiction: εθισμός
  • addictive: εθιστικός
  • substance: ουσία
  • behaviour: συμπεριφορά

LISTENING P.67-68:

  • addict: εθισμένος, εξαρτημένος
  • consuming: καταναλώνοντας
  • in moderation: με μέτρο
  • aroma:άρωμα, οσμή, ευωδιά
  • caffeine: καφεΐνη
  • stimulant: διεγερτική ουσία
  • psychoactive drug: ψυχοτρόπο φάρμακο
  • insomnia: αϋπνία
  • indigestion: δυσπεψία, καούρα
  • high blood pressure: υψηλή αρτηριακή πίεση
  • lethargic: ληθαργικός (lacking energy)
  • withdrawal symptoms: συμπτώματα στέρησης
  • adolescent:έφηβος, εφηβικός
  • to specify: προσδιορίζω
  • to prohibit: απαγορεύω
  • entry: είσοδος, δικαίωμα εισόδου
  • to enforce:εφαρμόζω, επιβάλλω

 UNIT 5, p69-72

  • lethal: θανατηφόρος, θανάσιμος
  • adulterated spirits: νοθευμένα αλκοολούχα ποτά
  • consumption: κατανάλωση
  • widespread: ευρέως διαδεδομένος
  • socially acceptable: κοινωνικά αποδεκτό
  • respondent: ερωτώμενος
  • morbidity: νοσηρότητα
  • mortality: θνησιμότητα
  • widely available: ευρέως διαθέσιμο
  • multidimensional: πολυδιάστατος
  • approach: προσέγγιση
  • under no circumstances: σε καμιά περίπτωση
  • innocent: αθώος
  • clinical psychologist: κλινικός ψυχολόγος
  • cultural heritage: πολιτιστική κληρονομιά
  • trait: χαρακτηριστικό, γνώρισμα
  • harmful: βλαβερός
  • consequences: συνέπειες
  • misguided: παραπλανημένος
  • to spur: ωθώ
  • mystique: αύρα μυστηρίου, γοητεία
  • eager: πρόθυμος, ανυπόμονος
  • breeds familiarity: δημιουργεί εξοικείωση
  • access: πρόσβαση
  • rural: αγροτικός
  • minor: ανήλικος
  • to decrease:μειώνομαι
  • public awareness: επίγνωση του κοινού
  • to acknowledge: αναγνωρίζω, παραδέχομαι
  • harmless: αβλαβής, ακίνδυνος
  • nicotine: νικοτίνη
  • narcotics: ναρκωτικά
  • to ban: απαγορεύω
  • challenge: πρόκληση
  • to tackle: αντιμετωπίζω, deal with
  • proliferation: γρήγορη εξάπλωση
  • fizzy drinks: αναψυκτικά
  • consumer: καταναλωτής
  • alarming: ανησυχητικόςs
  • drastic measures: δραστικά μέτρα
  • attitude: στάση, διάθεση, προσέγγιση
  • regulations: κανονισμοί
  • detrimental: επιβλαβής
  • rate: δείκτης
  • State: πολιτεία, κράτος
  • tradition: παράδοση
  • common practice:
  • to address: απευθύνομαι
  • to blame: κατηγορώ
  • lack: έλλειψη
  • enforcement: εφαρμογή, επιβολή
  • tolerant: ανεκτικός
  • essential: βασικός, απαραίτητος
  • aspects: πλευρές
  • to take measures: παίρνω μέτρα
  • to raise awareness: αυξάνω την επίγνωση
  • to improve: βελτιώνω
  • leader: ηγέτης, αρχηγός, επικεφαλής