UNIT 3
|
- a deep understanding of : βαθιά κατανόηση
- a faint smile : αχνό/αδύναμο χαμόγελο
- a post-it note : (κίτρινο) αυτοκόλλητο χαρτάκι για σημείωμα
- accurately : με ακρίβεια
- achieve : πετυχαίνω, κατορθώνω
- activist : ακτιβιστής
- admire : θαυμάζω
- after all : στο κάτω – κάτω, στην τελική
- ahead of their time : μπροστά από την εποχή τους
- altar: βωμός, Αγία Τράπεζα
- anatomy : ανατομία
- architect : αρχιτέκτονας
- art : τέχνη
- artist : καλλιτέχνης
- as : καθώς, ως
- as well as : καθώς επίσης και
- assert that : ισχυρίζομαι με βεβαιότητα ότι,βεβαιώνω ότι
- at every stage of : σε κάθε στάδιο
- at that time : εκείνον τον καιρό, εκείνη την εποχή
- at the bottom of : στον πάτο
- at the end : στο τέλος
- at the invitation of : μετά από πρόσκληση
- attempt : προσπάθεια, απόπειρα, προσπαθώ αποπειρώμαι
- based on : βασισμένος πάνω σε
- be described as : περιγράφεται ως
- be equal to : είμαι ίσος με
- be familiar with : γνωρίζω, είμαι εξοικειωμένος με κάτι
- be prepared to : είμαι προετοιμασμένος να
- be regarded as : θεωρούμαι ως
- become : γίνομαι
- below : πιο κάτω
- best known for : περισσότερο γνωστός για
- between : ανάμεσα
- beyond dispute : πέρα από πάσα αμφισβήτηση
- both ... and : και ο ένας ... και ο άλλος
- branch : κλαδί, υποκατάστημα, παράρτημα
- brilliant : λαμπρός, έξοχος
- but to no avail : αλλά χωρίς αποτέλεσμα,μάταια
- calumny: διασυρμός
- caged birds : πουλιά σε κλουβιά,φυλακισμένα
- capture : αιχμαλωτίζω, πιάνω
- ceiling : οροφή
- chapel : παρεκκλήσι
- Château : ένα φεουδαρχικό κάστρο ή φρούριο (στη Γαλλία)
- combination of : συνδυασμός
- create : δημιουργώ
- creation : δημιουργία
- creative : δημιουργικός
- crossword : σταυρόλεξο
- damage : προκαλώ ζημιά, ζημιά
- debate over why : συζήτηση με αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στο γιατί
- design : σχεδιάζω
- despite : παρά
- deteriorate : επιδεινώνομαι
- diagram : διάγραμμα
- draw on : αντλώ (υλικό) από
- eclectic : εκλεκτικός
- emphasize : δίνω έμφαση
- encapsulate : εμπεριέχω, συνοψίζω,συμπυκνώνω
- engineer : μηχανικός
- equestrian: ιππικός
- European : Ευρωπαίος, Ευρωπαϊκός
- even : ακόμα – ακόμα και, μέχρι και
- experienced : έμπειρος, πεπειραμένος
- express : εκφράζω
- extra : επιπλέον
- fame : φήμη, δόξα
- fascinating : συναρπαστικός
- fields of work : τομείς εργασίας/ενασχόλησης
- figure : φιγούρα, «προσωπικότητα», αριθμός
- flay: γδέρνω
- flight : πτήση
- Florence : Φλωρεντία (Ιταλία)
- Florentine : (ο καταγόμενος) από τη Φλωρεντία
- fold : διπλώνω
- following : μετά από
- food : φαγητό, τροφή
- for a fleeting second : για ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο
- form : σχηματίζω
- Francis : Φραγκίσκος
- frequent : συχνός
- fresco : τοιχογραφία
- from top to bottom : από την κορυφή έως τον πάτο
- geology : γεωλογία
- giant : γίγαντας, γιγαντιαίος
- gravity : βαρύτητα
- great : μεγάλος, υπέροχος
- greatness : το μεγαλείο
- hire : προσλαμβάνω
- historic : ιστορικός
- however : όμως
- hugely : πάρα πολύ
- human being : ανθρώπινο ον
- illegitimate : νόθος
- immediately : αμέσως
- immensely : πάρα πολύ, απέραντα
- impact of : αντίκτυπο
- in class : μέσα στην τάξη
- in order to : για να, έτσι ώστε
- in other words : με άλλα λόγια
- in the fields of : στους τομείς
- including : συμπεριλαμβανομένου, μαζί και
- independent : ανεξάρτητος
- influential : επιδραστικός, με επιρροή
- intriguing : εξαιρετικά ενδιαφέρων
- invent : εφευρίσκω
- inventor : εφευρέτης
- keep notes about : κρατάω σημειώσεις
- lamentation over : θρήνος για
- last : τελευταίος, διαρκώ
- lawyer : δικηγόρος
- left-handed : αριστερόχειρας
- let go : αφήνω (ελεύθερο) να φύγει
- light and shade : το φως και η σκιά
- literature : λογοτεχνία
- local : τοπικός, ντόπιος
- look like : μοιάζω
- Madonna : η Παναγία
- magistrate: δικαστής
- main points : τα κύρια σημεία
- mainly : κυρίως
- master : δάσκαλος, «κύριος», αφεντικό
- match with : αντιστοιχίζω, ταιριάζω με
- mean : εννοώ, σημαίνω
- move to : μετακομίζω
- movement : κίνηση
- musician : μουσικός
- nickname : παρατσούκλι
- noble : ευγενής
- notable : αξιοσημείωτος
- notably : ιδιαίτερα, κυρίως
- observe : παρατηρώ
- of your own : δικός σου
- optics : Οπτική (τομέας μελέτης)
- original : πρωτότυπος, αρχικός
- over time : με το πέρασμα του χρόνου
- overview : επισκόπηση
- parachute : αλεξίπτωτο
- pioneering : πρωτοπόρος
- primarily : πρωταρχικά
- primavera : άνοιξη (στα ιταλικά)
- put together : συναρμολογώ
- refuse to : αρνούμαι να
- reignite : αναζωπυρώνω
- relationship : σχέση
- remain : απομένω, παραμένω
- Renaissance : Αναγέννηση
- restoration : αποκατάσταση
- reveal : αποκαλύπτω
- rights : δικαιώματα
- rule : κανόνας, διοικώ, κυβερνώ
- sacrament:μυστήριο
- Saint / St : Άγιος
- scientific : επιστημονικός
- script : σενάριο, κείμενο
- sculptor : γλύπτης
- share : μοιράζω, μοιράζομαι
- sit for : ποζάρω
- so ... that : έτσι ... ώστε
- so as to : έτσι ώστε να
- some 500 years : περίπου 500 χρόνια
- spirit : πνεύμα
- spiritual : πνευματικός
- squeeze : ζουλάω, «στριμώχνω»
- stability : σταθερότητα
- startling : εκπληκτικός, εντυπωσιακός
- survive : επιβιώνω, επιζώ
- surviving : που έχουν επιζήσει, που έχουν διασωθεί
- tanner: βυρσοδέψης
- the feelings it evokes : τα συναισθήματα που δημιουργεί/προκαλεί/ανασύρει/ανακαλεί
- the human body : το ανθρώπινο σώμα
- the human form : η ανθρώπινη μορφή
- The Last Supper : Ο Μυστικός Δείπνος
- the Middle Ages : Μεσαίωνας
- the physics of : οι νόμοι της Φυσικής που διέπουν
- ruling family : η οικογένεια των αρχόντων/που κυβερνά
- the Virgin : η Παρθένος, η Παναγία
- the workings of : τα « κατορθώματα», η επίδραση
- thickness : πυκνότητα
- this way : με αυτόν τον τρόπο
- to get an idea of : για να πάρω μια ιδέα
- tremendous : τρομερός, καταπληκτικός
- true genius : πραγματική ιδιοφυΐα
- trunk : κορμός
- Tuscan : (ο καταγόμενος) από την Τοσκάνη
- Tuscany : Τοσκάνη (Ιταλία)
- upward : με φορά προς τα πάνω
- was apprenticed to : μαθήτευσε σε
- work for : εργάζομαι, δουλεύω
- work of art : έργο τέχνης
- yet : ακόμα, και όμως, παρ’ όλα αυτά
|
UNIT 4
|
- blackbird: κοτσύφι
- to hatch: εκκολάπτομαι
- solitary: μοναχικός
- melodious: μελωδικός
- background: πλαίσιο, υπόβαθρο, μπακγκράουντ
- description: περιγραφή
- flashback: παρεμβολή σκηνής από το παρελθόν, φλάσμπακ, αναδρομή
- binding: δεσμευτικός
- perched: κουρνιασμένος
- fly-flew-flown: πετώ
- to plunge: βουτώ, βυθίζω
- narrative: αφήγηση, διήγηση
- tense: χρόνος
- moral: ηθικό δίδαγμα, επιμύθιο
- twist: ανατροπή, τροπή
- composer: συνθέτης
- original: αρχικός, πρωτότυπος
- civil rights movement: κίνημα για πολιτικά δικαιώματα
- passionately: παθιασμένα, με πάθος
- to veil: κρύβω, καλύπτω
- take place: λαμβάνω χώρα, happen
- symbolic: συμβολικός
- to apply:εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ
- positive: θετικός
- negative: αρνητικός
- to enrich: εμπλουτίζω
- spirit: πνεύμα, ουσία, βαθύτερο νόημα
- lyrics: στίχοι
- wing: φτερούγα, φτερό
- sunken eyes: βαθουλωτά μάτια
- to arise: δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι
- to comment: σχολιάζω
- dedication: αφιέρωση
- to practise: εξασκούμαι
- to sparkle: λάμπω, λαμπυρίζω, αστράφτω
- ripples: κυματάκια
- gentle sea: ήρεμη θάλασσα
- chum: δόλωμα, συνοδεύω
- crowd: πλήθος
- to dodge: κάνω ελιγμούς, αποφεύγω
- predict: προβλέπω
- continuation:συνέχεια
- to lower:κατεβάζω, χαμηλώνω
- webbed feet:πόδια συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη
- to lift: σηκώνω
- beak: ράμφος
- to strain:ζορίζομαι, κοπιάζω
- twisting curve: στριφογυριστή καμπύλη, στροφή
- to narrow: στενεύω
- fierce:έντονος, άγριος
- concentration: αυτοσυγκέντρωση
p60-63:
- feather: φτερό, πούπουλο
- to ruffle: ανακατώνω
- to stall: στολάρω, σταματώ
- to fall-fell-fallen: πέφτω
- to falter: παραπαίω, χάνω τη δύναμή μου, δεν αντέχω άλλο
- disgrace: ντροπή, εξευτελισμός, ατίμωση
- dishonor: ντροπή, ατίμωση
- unashamed: χωρίς ντροπή
- to stretch: τεντώνω
- to tremble: τρέμω
- ordinary: συνηθισμένος
- popular: δημοφιλής
- dismayed: αναστατωμένος, αγχωμένος, απογοητευμένος
- low-level: χαμηλός
- glide: γλιστρώ, τσουλώ, κινούμαι με άνεση
- to experiment: πειραματίζομαι
- daring: τολμηρός
- bold: τολμηρός, θαρραλέος,
- solitary: μοναχικός
- chicken-hearted: δειλός, κότα
- decisive: αποφασιστικός
- cowardly: δειλός, άνανδρος
- arrogant: υπερόπτης, αλαζόνας
- risky: ριψοκίνδυνος, τολμηρός
- single-minded:αποφασισμένος, ανυποχώρητος, σταθερός
- dynamic: δυναμικός
- persistent: επίμονος, ανυποχώρητος, πεισματάρης
- flexible: ευέλικτος, ευπροσάρμοστος
- headstrong:ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
- submissive: υποτακτικός
- revolutionary: επαναστάτης
- resourceful: επινοητικός, εφευρετικός
- a non-conformist: αντικομφορμιστής
- obstacle:εμπόδιο
- book blurb: σύντομη περίληψη βιβλίου στο οπισθόφυλλο
- convention: σύμβαση, παράδοση, κανόνας
- goal: στόχος
- contrary to:σε αντίθεση με
- norm: κανόνας, νόρμα, άγραφος κανόνας
- flock:σμήνος
- tribe:φυλή
- neighbourhood: γειτονιά
- to soar: ανυψώνομαι
- grateful: ευγνώμων
- desperate: απελπισμένος
- unhappy: δυστυχισμένος, στεναχωρημένος,
- disappointed: απογοητευμένος
- to preach: κάνω κήρυγμα
- caution:προσοχή
- to obstruct: εμποδίζω, παρακωλύω
- argument: επιχείρημα
- judge:κριτής
- literary: λογοτεχνικός
- add: προσθέτω
- to modify: τροποποιώ, αλλάζω
- elements: στοιχεία
- impressions: εντυπώσεις
- diary: ημερολόγιο
- review: κριτική (βιβλίου, ταινία, κλπ.)
|
UNIT 5
|
- addiction: εθισμός
- addictive: εθιστικός
- substance: ουσία
- behaviour: συμπεριφορά
LISTENING P.67-68:
- addict: εθισμένος, εξαρτημένος
- consuming: καταναλώνοντας
- in moderation: με μέτρο
- aroma:άρωμα, οσμή, ευωδιά
- caffeine: καφεΐνη
- stimulant: διεγερτική ουσία
- psychoactive drug: ψυχοτρόπο φάρμακο
- insomnia: αϋπνία
- indigestion: δυσπεψία, καούρα
- high blood pressure: υψηλή αρτηριακή πίεση
- lethargic: ληθαργικός (lacking energy)
- withdrawal symptoms: συμπτώματα στέρησης
- adolescent:έφηβος, εφηβικός
- to specify: προσδιορίζω
- to prohibit: απαγορεύω
- entry: είσοδος, δικαίωμα εισόδου
- to enforce:εφαρμόζω, επιβάλλω
UNIT 5, p69-72
- lethal: θανατηφόρος, θανάσιμος
- adulterated spirits: νοθευμένα αλκοολούχα ποτά
- consumption: κατανάλωση
- widespread: ευρέως διαδεδομένος
- socially acceptable: κοινωνικά αποδεκτό
- respondent: ερωτώμενος
- morbidity: νοσηρότητα
- mortality: θνησιμότητα
- widely available: ευρέως διαθέσιμο
- multidimensional: πολυδιάστατος
- approach: προσέγγιση
- under no circumstances: σε καμιά περίπτωση
- innocent: αθώος
- clinical psychologist: κλινικός ψυχολόγος
- cultural heritage: πολιτιστική κληρονομιά
- trait: χαρακτηριστικό, γνώρισμα
- harmful: βλαβερός
- consequences: συνέπειες
- misguided: παραπλανημένος
- to spur: ωθώ
- mystique: αύρα μυστηρίου, γοητεία
- eager: πρόθυμος, ανυπόμονος
- breeds familiarity: δημιουργεί εξοικείωση
- access: πρόσβαση
- rural: αγροτικός
- minor: ανήλικος
- to decrease:μειώνομαι
- public awareness: επίγνωση του κοινού
- to acknowledge: αναγνωρίζω, παραδέχομαι
- harmless: αβλαβής, ακίνδυνος
- nicotine: νικοτίνη
- narcotics: ναρκωτικά
- to ban: απαγορεύω
- challenge: πρόκληση
- to tackle: αντιμετωπίζω, deal with
- proliferation: γρήγορη εξάπλωση
- fizzy drinks: αναψυκτικά
- consumer: καταναλωτής
- alarming: ανησυχητικόςs
- drastic measures: δραστικά μέτρα
- attitude: στάση, διάθεση, προσέγγιση
- regulations: κανονισμοί
- detrimental: επιβλαβής
- rate: δείκτης
- State: πολιτεία, κράτος
- tradition: παράδοση
- common practice:
- to address: απευθύνομαι
- to blame: κατηγορώ
- lack: έλλειψη
- enforcement: εφαρμογή, επιβολή
- tolerant: ανεκτικός
- essential: βασικός, απαραίτητος
- aspects: πλευρές
- to take measures: παίρνω μέτρα
- to raise awareness: αυξάνω την επίγνωση
- to improve: βελτιώνω
- leader: ηγέτης, αρχηγός, επικεφαλής
|