Ορισμοί  (Πηγές: Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (Δ.Ο.Μ.), Γλωσσάριο για τη μετανάστευση, 2004. Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (Δ.Ο.Μ.), Βασικές αρχές διαχείρισης της μετανάστευσης, 2004. Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), Προστατεύοντας τους πρόσφυγες και ο ρόλος της Υ.Α. 2007-2008).

Μετανάστης:  Ο όρος συνήθως περιγράφει κάποιον που παίρνει μια ελεύθερη απόφαση να μετακινηθεί σε κάποια άλλη περιοχή ή χώρα, συχνά για καλύτερες οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες και για να βελτιώσει τις προσωπικές του προοπτικές και αυτές της οικογένειάς του. Επίσης, οι άνθρωποι μεταναστεύουν για πολλούς άλλους λόγους.

Οικονομική μετανάστευση: Η οικονομική μετανάστευση χρησιμοποιείται συχνά σε εναλλαγή με τον όρο μετανάστευση εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, αυτός ο όρος έχει μια πιο ευρεία έννοια και μπορεί να εμπεριέχει τη μετανάστευση για λόγους βελτίωσης της ποιότητας ζωής σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική μετανάστευση μπορεί να είναι νόμιμη αλλά και παράτυπη

Πρόσφυγας: Η Σύμβαση για το Καθεστώς του Πρόσφυγα του 1951 ορίζει τους πρόσφυγες ως τα άτομα εκείνα που βρίσκονται εκτός της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής τους, και έχουν «δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικής προέλευσης, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και δεν μπορούν, ή εξαιτίας αυτού του φόβου δεν θέλουν, να προσφύγουν στην προστασία της χώρας αυτής». Επίσης, οι άνθρωποι που τρέπονται σε φυγή λόγω συγκρούσεων ή γενικευμένης βίας, θεωρούνται γενικά πρόσφυγες. Δεν απολαμβάνουν την προστασία της χώρας τους – στην πραγματικότητα, συχνά είναι η ίδια η κυβέρνηση της χώρας τους που τους απειλεί με διώξεις.

Αιτών άσυλο: Κάποιος που έχει υποβάλει το αίτημα να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και περιμένει το αίτημά του να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί. Ο όρος δεν προδικάζει σε καμία περίπτωση την έκβαση της απόφασης - απλώς περιγράφει το γεγονός ότι κάποιος έχει υποβάλει αίτημα ασύλου. Μερικοί αιτούντες άσυλο θα αναγνωριστούν ως πρόσφυγες και κάποιοι άλλοι όχι.

Παράνομα εισερχόμενος μετανάστης Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις της χώρας εισόδου ή δε διαθέτει ταξιδιωτικά έγγραφα προκειμένου να μπει ή να παραμείνει σε μια χώρα. Όταν, για παράδειγμα, μπαίνει στη χώρα χωρίς έγκυρο διαβατήριο ή ταξιδιωτικά έγγραφα, ή χωρίς να πληροί τις διοικητικές προϋπόθεσεις εισόδου ή εξόδου από μια χώρα

Παράνομη διακίνηση ανθρώπων Πρόκειται για μια μορφή μετακίνησης μεταναστών που πραγματοποιείται με συμφωνία του μετανάστη και συνήθως με πληρωμή από το μετανάστη για τις υπηρεσίες παράνομης μετακίνησης. Η παράνομη διακίνηση ανθρώπων μπορεί να αποτελεί μορφή εκμετάλλευσης και να είναι επικίνδυνη, με μοιραία πολλές φορές κατάληξη, αλλά δεν είναι εξαναγκαστική με την έννοια της εμπορίας ανθρώπων.

Απέλαση: Πράξη μιας υπηρεσίας ή αρχής ενός κράτους που επιδιώκει να διασφαλίσει την απομάκρυνση από το έδαφός του ατόμων, ενάντια στη θέλησή τους

Εθελοντική επιστροφή:Η επιστροφή ανθρώπων στη χώρα καταγωγής τους με βάση την ελεύθερα εκφραζόμενη θέλησή τους να επιστρέψουν.

Μη επαναπροώθηση Πρόκειται για μια βασική αρχή του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες, που αφορά την προστασία των προσφύγων από την επιστροφή τους σε μέρη όπου η ζωή τους ή η ελευθερία τους θα μπορούσε να κινδυνεύσει. Νομιμοποίηση Διαδικασία μέσω της οποίας μια χώρα επιτρέπει σε άτομα που βρίσκονται σε μη νομότυπη κατάσταση να αποκτήσουν νόμιμο καθεστώς στη χώρα.

Ένταξη: είναι η διαδικασία με την οποία οι μετανάστες και οι πρόσφυγες γίνονται αποδεκτοί στην κοινωνία. Η ένταξη βασίζεται στην εξασφάλιση ισορροπίας ανάμεσα στο σεβασμό των πολιτισμικών αξιών και της ταυτότητας των μεταναστών και των προσφύγων και στη δημιουργία της αίσθησης του «ανήκειν» στους νεοεισερχόμενους (βάσει της αποδοχής των κυρίαρχων αξιών και θεσμών της κοινότητας ή χώρας που τους υποδέχεται). Η διαδικασία της ένταξης σε μια κοινωνία αφορά όλες τις πλευρές της ζωής και τόσο οι μετανάστες όσο και η κοινότητα που τους υποδέχεται παίζουν σημαντικό ρόλο.

Μετεγκατάσταση: Οι πρόσφυγες δεν μπορούν πάντα να επιστρέψουν με ασφάλεια στην πατρίδα τους ή να παραμείνουν στη χώρα ασύλου, συνήθως επειδή κινδυνεύουν κι εκεί με διώξεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Υ.Α. προσπαθεί να τους μετεγκαταστήσει σε ασφαλείς τρίτες χώρες. Μαζί με τον εθελοντικό επαναπατρισμό και την τοπική ένταξη, η μετεγκατάσταση είναι μία από τις τρεις βιώσιμες λύσεις για τους πρόσφυγες. Μέσω της μετεγκατάστασης οι πρόσφυγες κερδίζουν νομική προστασία –παραμονή και συχνά υπηκοότητα– από κυβερνήσεις που συμφωνούν να τους δεχθούν, ανάλογα με την κάθε περίπτωση.

Οικογενειακή επανένωση Διαδικασία κατά την οποία μέλη της ίδιας οικογένειας που έχουν χωριστεί εξαιτίας της εξαναγκαστικής ή εθελοντικής μετανάστευσης ενώνονται ξανά είτε στη χώρα καταγωγής τους είτε σε άλλη χώρα. Όταν μια οικογένεια ενωθεί ξανά σε μια χώρα που δεν είναι η χώρα καταγωγής της, συχνά υπάρχει σχετική επιείκεια από την πλευρά του κράτους για το θέμα της εισόδου των μελών της στη χώρα.

Πολιτογράφηση είναι η απόκτηση υπηκοότητας ή ιθαγένειας κάποιου που δεν υπήρξε εκ γενετής πολίτης ή υπήκοος της εν λόγω χώρας.

απόδημος -η -ο που είναι εγκαταστημένος σε ξένη χώρα, που ζεί μακριά από την πατρίδα του: Ο~ ελληνισμός της Aυστραλίας. Συμβούλιο Aπόδημου Ελληνισμού.

ξενιτεμός : η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα, ως αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, οικονομικής ή άλλης·


ξενιτεύομαι [ksenitévome] Ρ5.2β : φεύγω από τη χώρα μου και εγκαθίσταμαι σε ξένο τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθ. λόγω πιεστικής οικονομικής ή άλλης ανάγκης· (πρβ. μεταναστεύω):  Δεν μπορούσε να βρει δουλειά και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Είχε ένα γιο ξενιτεμένο στην Aυστραλία. || (μππ. ως ουσ.) ο ξενιτεμένος: Ο καημός του ξενιτεμένου.